- γιγνόμεθα
- γίγνομαιcome into a new state of beingpres ind mp 1st plγίγνομαιcome into a new state of beingimperf ind mp 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γιγνόμεθ' — γιγνόμεθα , γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 1st pl γιγνόμεθα , γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκοσμος — η, ο (ΑΜ εὔκοσμος, ον) 1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός 2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον… … Dictionary of Greek